ἐπιναύσιος

ἐπιναύσιος
ἐπιναύσιος
feeling nausea
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιναύσιος — ἐπιναύσιος, ον (Α) αυτός που αισθάνεται ναυτία («προσποιηθεὶς ὡς ἐπιναύσιος γεγονὼς ἀπηλλάττετο», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * ναύσ ιος (< ναυς «πλοίο»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. υπο ναύσιος)] …   Dictionary of Greek

  • ἐπιναύσια — ἐπιναύσιος feeling nausea neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”